μπιζάρω

μπιζάρω
μπιζάρω, μπιζάρισα βλ. πίν. 55

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπιζάρω — 1. κάνω κάτι για δεύτερη φορά 2. ανακαλώ στη σκηνή ηθοποιούς ή τραγουδιστές ή μουσικούς φωνάζοντας «μπις» 3. χειροκροτώ, επευφημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bis < λατ. bis «δις» + κατάλ. άρω] …   Dictionary of Greek

  • μπιζάρω — (λ. ιταλ.), μπιζάρισα, ζητώ να επαναληφθεί μουσικό ή θεατρικό κομμάτι φωνάζοντας «μπις», χειροκροτώ, επιδοκιμάζω: Πολλές φορές μπιζάρισαν τους ηθοποιούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπιζάρω, η ανάκληση τών εκτελεστών ενός θεατρικού ή μουσικού έργου στη σκηνή για να επαναλάβουν ένα μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. μπιζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. τρακάρω τρακάρισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”